- προϋλακτέω
- προϋλακτέω [pron. full] [ῠ],A bark in defence of,
τῶν τρεφόντων Alciphr.3.62
(prob. for προς-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν τρεφόντων Alciphr.3.62
(prob. for προς-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προυλακτεῖν — προυλακτέω bark in defence of pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)